- προσεγγιάζω
- Αβλ. προσεγγίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεγγίζω — ΝΜΑ, προσεγγιάζω Α 1. φέρνω κοντά, κάνω κάτι να πλησιάσει προς κάτι άλλο (α. «προσπάθησε να προσεγγίσει τα δύο άκρα τού ελάσματος» β. «ἥρεμα χείλη προσεγγίσας χείλεσιν», Λουκ.) 2. (αμτβ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω, ζυγώνω (α. «αύριο το… … Dictionary of Greek